πάρεγγυς

πάρεγγυς
πάρεγγῠς, Adv.
A near at hand, close by,

ἐν τοῖς π. τόποις Arist.HA 605b25

.
2 of Time, near, λίαν π. εἶναι, i. e. in age, Id.Pol.1335a1 ; π. τινός following closely on . . , Id.GA773b9.
3 nearly alike,

π. γενέσθαι Id.Metaph.1040b11

;

τὸ π. τῆς λέξεως Id.SE167a5

; π. ταύτης (sc. τῆς πολιτείας) nearly resembling it, Id.Pol.1271b20, cf. Thphr.CP 6.17.9.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πάρεγγυς — near at hand indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάρεγγυς — Α επίρρ. 1. τοπ. πολύ κοντά («ἐν τοῑς πάρεγγυς τόποις», Αριστοτ.) 2. χρον. σε πολύ μικρό διάστημα χρόνου («ἐὰν ἡ ἑτέρα ὀχεία τῆς ἑτέρας γένηται πάρεγγυς», Αριστοτ.) 3. (για ομοιότητα) περίπου, σχεδόν («ἡ δὲ Κρητική πολιτεία πάρεγγυς μέν ἐστι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”